ανθαλισκομαι

ανθαλισκομαι
    ἀνθαλίσκομαι
    ἀνθ-ᾰλίσκομαι
    быть в свою очередь захваченным
    

οὔ τἂν ἑλόντες αὖθις ἀνθαλοῖεν ἄν Aesch. — став завоевателями, они сами не станут жертвой завоеваний


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανθαλισκομαι" в других словарях:

  • ανθαλίσκομαι — ἀνθαλίσκομαι (Α) [αλίσκομαι] 1. πιάνομαι κι εγώ με τη σειρά μου, παθαίνω ό,τι έκανα σε άλλον 2. διατυπώνεται εναντίον μου κατηγορία από κάποιον που έχω μηνύσει …   Dictionary of Greek

  • ἀνθηλίσκοντο — ἀνθαλίσκομαι to be captured in turn imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… …   Dictionary of Greek

  • ἀνθαλοῖεν — ἀναθάλλω shoot up again fut opt act 3rd pl (attic epic doric) ἀνθᾱλοῖεν , ἀναθηλέω sprout afresh pres opt act 3rd pl (attic epic doric) ἀνθαλίσκομαι to be captured in turn aor opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθεάλω — ἀνθεά̱λω , ἀνθαλίσκομαι to be captured in turn aor ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»